σβύσιμο

σβύσιμο
το, Ν
(εσφ. γρφ.) βλ. σβήσιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σβήσιμο — και εσφ. γρφ. σβύσιμο, το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σβήνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβησ τού αορ. έσβησα τού σβήνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. δέσ ιμο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”